χτυποκάρδι
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
Greek Monolingual
και κτυποκάρδι, το, Ν
καρδιοχτύπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χτύπος / κτύπος + καρδιά, με αντιστροφή τών συνθετικών της λ. καρδιοχτύπι (πρβλ. φυλλομετρώ: μετροφυλλώ)].