καρδιοχτύπι

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source

Greek Monolingual

και καρδιοκτύπι το
1. ταχύς κτύπος, έντονος παλμός της καρδιάς
2. μτφ. μεγάλη ανησυχία, αγωνία, φόβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του καρδιοχτυπώ].
το
βλ. καρδιοχτύπι.