ωοθήκη
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
Greek Monolingual
η, Ν
1. ανατ. καθένας από τους δύο αδένες, αριστερά και δεξιά της μήτρας της γυναίκας, που παράγουν τα θηλυκά γεννητικά κύτταρα, τα ωάρια, και είναι ταυτόχρονα ενδοκρινείς αδένες
2. βοτ. το διογκωμένο βασικό τμήμα του καρποφύλλου τών αγγειόσπερμων φυτών, που περιέχει τις σπερματικές βλάστες
3. ζωολ. το θηλυκό αναπαραγωγικό όργανο τών ζώων, που παράγει τους θηλυκούς γαμέτες, τα ωάρια
4. ωοδόχη, αβγοθήκη ή αβγουλιέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) + θήκη. Η λ., ως όρος της βιολ., είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. ovaire, και μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].