ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society
-α, -ικο, Ν 1. αυτός που πάσχει από φυματίωση2. αρρωστιάρης, αδύνατος και εξασθενημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χτικιό + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ψωρ-ιάρης)].