χτικιάρης

From LSJ
Revision as of 15:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν 1. αυτός που πάσχει από φυματίωση
2. αρρωστιάρης, αδύνατος και εξασθενημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χτικιό + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ψωρ-ιάρης)].