αισθητισμός

From LSJ
Revision as of 10:28, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source

Greek Monolingual

ο
αισθητικό ρεύμα τών μέσων του 19ου αιώνα, που αποτελεί ώς ένα σημείο εξέλιξη τών ρομαντικών ιδεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. esthetisme (< esthete < ελλην. αισθητής) + -isme, πρβλ. -ισμός].