ἄξυλος
English (LSJ)
ον,
A with no timber cut from it, ἄξυλος ὕλη an unthinned, i.e. thick, wood, Il.11.155 (ἀφ' ἧς οὐδεὶς ἐξυλίσατο Sch. Ven.ad loc.), wrongly expl. (as if ἀ- intens.) thick with trees, Corn.ND13. II without wood, Hdt.4.61,185, AP9.89 (Phil.); also, without a load of wood, Luc.Asin.32. III free from woody matter, of galbanum, Dsc.3.83, Damocr. ap. Gal.13.916.
German (Pape)
[Seite 271] (ξύλον), 1) Hom. Iliad. 11, 155 ὡς δ' ὅτε πῦρ ἀίδηλον ἐν ἀξύλῳ ἐμπέσῃ ὕλῃ, nach Aristarch ἀφ' ἧς οὐδεὶς ἐξυλίσατο, also nicht geholzt, nicht ausgehauen, holzreich, s. Scholl. Aristonic., wo auch andere Erkl. beachtet sind, vgl. Apoll. lex. Hom. 37, 6. – 2) holzarm, χώρη Her. 4, 185 u. Folgde; ohne Holz, ἄξυλον πυρκαίην ἐκ σταχύων νῆσον Philipp. 80 (IX, 89).
Greek (Liddell-Scott)
ἄξῠλος: -ον, ὁ ἐξ οὗ δὲν ἐκόπησαν ξύλα, Λατ. incaeduus, ἄξυλος ὕλη, μὴ ἀραιωθεῖσα, ὃ ἐ. πυκνή, Ἰλ. Λ. 155, «ἀφ’ ἧς οὐδεὶς ἐξυλίσατο» Σχολ. Ἑνετ. ἐν τόπῳ: - Ἕτεροι ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὸ ἐπιτατικὸν α΄, πυκνὸν μὲ δένδρα (ξύλα), ἀλλ’ ἐσφαλμένως, ἐπειδὴ ξύλον δύναται νὰ σημάνῃ μόνον κεκομμένον τεμάχιον ξύλου, ξηρὸν ὡς τὰ πολλά, οὐχὶ δὲ ζῶν καὶ αὐξανόμενον δένδρον: καθ’ Ἡσύχ. «ἄξυλον· πολύν, ὅθεν οὐδεὶς ξυλοφορεῖ· ἢ ἱερὸν τόπον». ΙΙ. ὁ ἄνευ ξύλων, τῆς δὲ γῆς τῆς Σκυθικῆς αἰνῶς ἀξύλου ἐούσης ὧδέ σφι ἐς τὴν ἕψησιν τῶν κρεῶν ἐξεύρηται Ἡρόδ. 4. 61, 185. Ἀνθ. Π. 9. 89: ὡσαύτως, ἄνευ φορτίου ξύλων, Λουκ. Ὄνος 32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. où l’on ne coupe pas de bois touffu;
II. sans bois :
1 non boisé (pays);
2 qui n’a pas de charge de bois.
Étymologie: ἀ, ξύλον.
English (Autenrieth)
(ξύλον): dense, ὕλη, Il. 11.155†.
Spanish (DGE)
(ἄξῠλος) -ον
I del que no ha sido cortada leña ὡς δ' ὅτε πῦρ ... ἐν ἀξύλῳ ἐμπέσῃ ὕλῃ Il.11.155, (ἀφ' ἧς οὐδεὶς ἐξυλίσατο Sch.Er.ad.loc., cf. Hsch.).
II 1que no tiene bosques de Escitia, Hdt.4.61, de Libia, Hdt.4.185, χώρα X.Ath.2.12, χωρίον Ael.VH 9.30, ἤπειρος D.C.68.26.3.
2 sin leños πυρκαϊή AP 9.89 (Phil.)
•que no lleva carga de leña de un asno, Luc.Asin.32.
III no leñoso del gálbano, Dsc.3.83, Damocr. en Gal.13.916.
IV erróneamente explicado como una ἀ- intensiva que tiene mucha leña Hsch., ἄξυλος· πολυξύλος, τὸ γὰρ α κατ' ἐπίτασιν Zonar.114.33C.
•espeso de árboles, Corn.ND 13, Et.Gen.1267.