ἀσμενιστός
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
English (LSJ)
ή, όν,
A acceptable, welcome, S.E.M.11.85, Plot.6.7.30, Them.Or.16.205c; τινί J.AJ19.6.4.
German (Pape)
[Seite 372] beliebt, angenehm, Cic. Att. 2, 9; Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσμενιστός: -ή, -όν, = ἀσπαστός, εὐχάριστος, εὐπρόσδεκτος, Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 11. 85, Ἰωσήπ. Ἰ. Α. 19. 6, 4, κλ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que se recibe con alegría, grato, aceptable Cic.Att.169.2, 177.9, τῷ δὲ οὐκ ἀσμενιστὸν ἐφάνη τὴν τοσαύτην ἀπολαβεῖν τιμήν I.AI 19.313, ἀ. καὶ φιλητόν Clem.Al.Paed.1.3.81, πάθος S.E.P.3.184, κίνημα S.E.M.11.85, κατάστασις Plot.6.7.30, ψῆφος Them.Or.31.355a, cf. 16.205c.