δειπνολόχος
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
η, ον,
A laying traps, fishing for invitations to dinner, parasitic, Hes.Op.704.
German (Pape)
[Seite 540] den Gastmählern auflauernd, schmarotzend, Hes. O. 702; VLL.; Göttling δειπνολόχη.
Greek (Liddell-Scott)
δειπνολόχος: -η, -ον, ὁ παραμονεύων τὰ δεῖπνα, ἐπιδιώκων προσκλήσεις εἰς δεῖπνα, παράσιτος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 702· πρβλ. βωμολόχος.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui guette un souper, parasite.
Étymologie: δεῖπνον, λόχος.
Spanish (DGE)
-η, -ον
que acecha la comida, parásito Hes.Op.704, Orac.Sib.2.258, Zonar., Sud.