δύσβρωτος
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
German (Pape)
[Seite 677] ungenießbar, Plut. Symp. 4, 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
δύσβρωτος: -ον, ὃν δυσκόλως δύναταί τις νὰ φάγῃ, Πλούτ. 2. 668E.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à manger.
Étymologie: δυσ-, βιβρώσκω.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de masticar δύσβρωτα ... καὶ δυσκατάποτα Sud.s.u. κύων παρ' ἐντέροις.