ἐλαφογενής
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
German (Pape)
[Seite 792] ές, vom Hirsche kommend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλᾰφογενής: -ές, ὁ ἐξ ἐλάφου γενόμενος, «ἐλαφογενές· τῆς ἐλάφου ὁ μυελὸς» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ές neutr. subst. τὸ ἐ. médula de cierva Hsch.