ψηφοκλέπτης
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = ψηφοπαίκτης, Ath.1.19b, cf. Eust.1601.50.
German (Pape)
[Seite 1397] ὁ, = ψηφοπαίκτης, Ath. I, 19 b.
Greek (Liddell-Scott)
ψηφοκλέπτης: -ου, ὁ, = ψηφοπαίκτης, Ἀθήν. 19Β, πρβλ. Εὐστάθ. 1601. 50.