ὠρυκτής
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
English (LSJ)
οῦ, Dor. -τάς, ὁ,
A howling, λύκος ὠ. Hymn.Is.47.
Greek (Liddell-Scott)
ὠρυκτής: Δωρ. -τάς, ὁ, ὁ σκάπτων, σκαρφεύς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 47.