καταπόρφυρος
English (LSJ)
ον,
A all-purple, Lyd.Mag.2.13.
German (Pape)
[Seite 1372] purpurn, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταπόρφυρος: -ον, ἐντελῶς πορφυροῦς, Ἰω. Λυδ. π. Ἀξ. 2. 13.
ον,
A all-purple, Lyd.Mag.2.13.
[Seite 1372] purpurn, Sp.
καταπόρφυρος: -ον, ἐντελῶς πορφυροῦς, Ἰω. Λυδ. π. Ἀξ. 2. 13.