κατανίζω

From LSJ
Revision as of 09:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατανίζω Medium diacritics: κατανίζω Low diacritics: κατανίζω Capitals: ΚΑΤΑΝΙΖΩ
Transliteration A: katanízō Transliteration B: katanizō Transliteration C: katanizo Beta Code: katani/zw

English (LSJ)

(pres. κατ-νίπτω Ph.2.45),

   A wash well, ὄξει πάντα κ. Hp.Ulc. 27, cf.24; τὸν κηρόν Gal.13.743; γάλακι κατανενιμμένος Pherecr.108.18.    II wash out, purge, αἱ διάρροιαι . . -νιφθεῖσαι πεπαύσονται Hp. Prorrh.2.23; κατανίζεται τὸ σῶμα τοῖς οἴνοις Mnesith. ap. Ath.11.484a.

German (Pape)

[Seite 1365] (s. νίζω), begießen, besprengen; Hippocr.; Ath. XI, 484 a.

Greek (Liddell-Scott)

κατανίζω: μέλλ. -νίψω: ἀόρ. παθ. -ενίφθην·- καλῶς νίπτω, πλύνω, καταρραίνω· ὄξει πάντα κ. Ἱππ. 883Α, πρβλ. 881G· γάλακτι κατανενιμμένος Φερεκρ. ἐν «Μεταλλ.» 18. ΙΙ. ἐκπλύνω, καθαρίζω, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 166, ἐν τῷ παθ.