ἄλειφαρ
English (LSJ)
ατος, τό, (ἀλείφω)
A unguent, anointing-oil, oil, fat, used in funeral sacrifices, Il.23.170, Od.3.408, etc.; ἄλειφαρ ἀπὸ κέδρου, ἀπὸ σιλλικυπρίων, oil of cedar, etc., Hdt.2.87,94; ἄ. ῥόδινον Hp.Mul.1.74. II pitch or resin, to seal wine-jars, Theoc.7.147.—Cf. foreg.
German (Pape)
[Seite 92] ατος, τό (acc. nur Theocr. a. a. O. u. Hes. l. d.), Salböl, Hom. sechsmal, ἀλείφατι Od. 24, 45. 67. 73; ἀλείφατος ἀμφιφορῆας Iliad. 23, 170, ἀλείφατος ἐννεώροιο 18, 351; Od. 3, 408 λίθοι ξεστοί, λευκοί, ἀποστίλβοντες ἀλείφατος, Scholl. λείπει τὸ ὡς· ἔστι γὰρ ὡς ἐλαίου; der gen. bestimmt den Begriff ἀποστίλβειν genauer, ἀποστίλβειν ἀλείφατος, Oelglanz haben; – τοῦἀπὸ κέδρου γινομένου ἀλείφατος Her. 2, 87; 2, 94; – Fett, Hes. Th. 553 u. Sp.; – Theocr. 7, 147 Pech zum Verkleben der Weinkrüge.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλειφαρ: -ατος, τό, (ἀλείφω) μύρον, ἔλαιον πρὸς ἀλοιφήν, ἔλαιον, λίπος, χρησιμεῦον εἰς ἐπικηδείους θυσίας, Ἰλ. Ψ. 170, Ὀδ. Γ. 408, κτλ., ἄλειφαρ ἀπὸ κέδρου, ἀπὸ σιλλικυπρίων, ἔλαιον ἐκ κέδρου, κτλ., Ἡρόδ. 2. 87, 94. II. καθόλου, πᾶν χρησιμεῦον πρὸς ἐπίχρισιν, ἐντεῦθεν παρὰ Θεοκρ. 7. 147· πίσσα ἢ ῥητίνη πρὸς σφράγισιν οἰνοδόχων ἀγγείων, πρβλ. προηγ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 huile pour onction;
2 graisse.
Étymologie: ἀλείφω.
English (Autenrieth)
ατος (ἀλείφω): ointment, fat or oil; for anointing the dead before cremation, and in Od. 3.408 for polishing marble, ‘glistening with oil.’
Spanish (DGE)
-ατος, τό
• Alolema(s): ἄλειφα Hippon.60, A.A.322, Call.Fr.7.12, Milet 1(3).133.34 (V a.C.)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 aceite, ungüento, óleopara ungir a los muertos πλῆσαν ἀλείφατος ἐννεώροιο Il.18.351, καθήραντες χρόα καλὸν ... ἀλείφατι Od.24.45, cf. 24.67
•en ofrendas funerarias Il.23.170
•c. indicación de la procedencia ἄλειφα ῥόδινον Hippon.l.c., Hp.Mul.1.74, ἀπὸ κέδρου Hdt.2.87, ἀπὸ σιλλικυπρίων Hdt.2.94
•grasa en ungüentos para fricciones, Hp.Steril.221
•óleos, aceite en general SIG 57.34 (Mileto VI/V a.C.), A.A.322, Call.Fr.7.12, Theoc.18.45, Q.S.14.265, Nonn.D.5.258, 14.175, para abrillantar mármol λευκοὶ (λίθοι) ἀποστίλβοντες ἀλείφατος Od.3.408
•aceite perfumado ἄ. εὐῶδες Hp.Steril.221.
2 sebo, grasa animal λευκὸν ἄ. Hes.Th.553, χηνὸς ἄ. Hp.Mul.1.34.
3 resina o pez para fijar la tapa de las vasijas de vino, Theoc.7.147. • DMic.: a-re-<pa>.
• Etimología: v. ἀλείφω.