κλωγμός
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
(also κλωσμός, v. infr.), ὁ, (κλώζω)
A clucking of hens, Plu. 2.129a (κλωσμοῖς codd.). II clucking sound by which we urge on a horse, X.Eq.9.10, Poll.1.209. 2 clucking sound by which Greek audiences expressed disapprobation, hooting, Orac. ap. Luc. JTr.31, Eust.1504.29: κλωσμός, Ph.2.599 (v.l. κλωγμός), Harp.s.v. ἐκλώζετε.
German (Pape)
[Seite 1458] ὁ, wie κλωσμός, das Glucken, die gluckende Stimme der Hennen u. anderer Vögel. S. κλωσμός. – Auch das Schnalzen mit der Zunge, durch welches man die Pferde zum Laufen ermuntert, Poll. 1, 209; bei Xen. de re equ. 9, 10 v. l. κλωσμός. – Ein ähnlicher Laut, Zischen, womit man den Schauspielern u. Rednern seine Unzufriedenheit zu erkennen gab, συριττόντων Philo; vgl. Harpocr. u. Eust. 1504, 29.
Greek (Liddell-Scott)
κλωγμός: ἢ κλωσμός, ὁ, (κλώσσω) ἡ φωνὴ τῶν ὀρνίθων Πλούτ. 2. 129Α (ἔνθα κλωσμοῖς). ΙΙ. τὸ διὰ τῆς γλώσσης κροτάλισμα, δι’ οὗ παρακινοῦσι τοὺς ἵππους εἰς τὸ βάδισμα, Ξεν. Ἱππ. 9, 10 (κλωσμὸς Λ. Δινδ.), Πολυδ. Α΄, 209· ὡσαύτως ἦχος παρόμοιος δι’ οὗ οἱ ἀκροαταὶ ἐξεδήλουν τὴν ἀποδοκιμασίαν των, εἰς τὸ τέλος τῶν ἀκροαμάτων ἅπερ οὐχ ἡδέως ἤκουον, Φίλων 2. 599, Εὐστ. 1504. 29· κλωσμὸς Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ἐκλώζετε.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ),
1. gloussement d’une poule, etc. PLU. M. 129a;
2. claquement de langue pour exciter un cheval XÉN. Eq. 9.10, POLL. 1.209;
3. sorte de claquement de la langue, pour marquer la désapprobation, PHIL. 2.599.
Étymologie: κλώζω.