κέδρωστις
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
εως, ἡ,
A bryony, Dsc.4.182.
German (Pape)
[Seite 1411] εως, ἡ, = λευκάμπελος, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κέδρωστις: -εως, ἡ, λευκάμπελος, Διοσκ. 4. 184.