κελευσματικῶς
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
Adv.
A by way of command, Eust.1080.63.
German (Pape)
[Seite 1415] befehlend, Eust. 1080, 63.
Greek (Liddell-Scott)
κελευσματικῶς: Ἐπίρρ., διὰ κελεύσματος, προστακτικῶς διὰ προστάγματος, Εὐστ. 1080. 63.