κριβανωτός
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
ή, όν,
A baked in a κρίβανος, hence κριβανωτός (sc. ἄρτος), ὁ, Alcm.20 (codd. Ath.), Ar.Pl.765; κ. ζῷα Eust.1286.19.
German (Pape)
[Seite 1508] = κριβανίτης; Alcm. bei Ath. III, 114 f; Eust.; Ar. Plut. 765.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑβᾰνωτός: -ή, -όν, ὀπτὸς ἐν κριβάνῳ· ἐντεῦθεν κριβανωτὸς (δηλ. ἄρτος), ὁ, Ἀλκμὰν 62, Ἀριστοφ. Πλ. 765 (ἄλλ. κριβανίτης)· κρ. ζῷα, ἀκέραια ζῷα ὠπτημένα ἐν κλιβάνῳ, Εὐστ. 1286. 19.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
cuit dans un four de campagne ; subst. ὁ κριβανωτός (ἄρτος) pain cuit au four de campagne, sorte de gâteau.
Étymologie: κρίβανος.