κωμασία
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
ἡ,
A procession of the images of the gods in Egypt, αἱ τῶν θεῶν κ. OGI194.25 (i B.C.), cf. PGnom.199 (ii A.D.), Wilcken Chr.41 iv 14 (iii A.D.); αἱ τοῦ νέου ἔτους κ. PStrassb. 90.18 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 1544] ἡ, der festliche Aufzug des κωμάζειν, Clem. Al., Iambl. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κωμᾰσία: ἡ, πομπή τις ἢ παρέλασις τῶν εἰδώλων τῶν θεῶν ἐν Αἰγύπτῳ, αἱ τῶν θεῶν κ., Ἐπιγραφ. Αἰγυπτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 4717. 25, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 671, Sturz Μακεδ. Διαλ. σελ. 102 κἑξ.· ― κωμαστήριον, τό, συνέλευσις τῶν ἱερέων ἐν Αἰγύπτῳ, Συνέσ. 94D.