μελύδριον

From LSJ
Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελύδριον Medium diacritics: μελύδριον Low diacritics: μελύδριον Capitals: ΜΕΛΥΔΡΙΟΝ
Transliteration A: melýdrion Transliteration B: melydrion Transliteration C: melydrion Beta Code: melu/drion

English (LSJ)

τό, Dim. of μέλος A,

   A poor limb, M.Ant.7.68(pl.).    II Dim. of μέλος B, ditty, Ar.Ec.883, Theoc.7.51, BionFr.5.1.

German (Pape)

[Seite 128] τό, dim. von μέλος, Liedchen; Ar. Eccl. 883; Theocr. 7, 51.

Greek (Liddell-Scott)

μελύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ μέλος Α, μικρόν τι μέλος τοῦ σώματος, κἂν τὰ θηρία διασπᾷ τὰ μελύδρια τοῦ περιτεθραμμένου τούτου σώματος Μ. Ἀντων. 7. 68. ΙΙ. ἐκ τοῦ μέλος Β, ᾠδάριον, ᾀσμάτιον, «τραγουδάκι», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 883, Θεόκρ. 7. 51, Βίων 5. 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit membre.
Étymologie: μέλος.