μακτήρ
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, expld. by Hsch. in three senses: I = μάκτρα. II = διφθέρα. III = μακτρισμός.
Greek (Liddell-Scott)
μακτήρ: ῆρος, ὁ, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. ὑπὸ τρεῖς σημασίας: Ι. = κάρδοπος (μάκτρα). ΙΙ. = διφθέρα. ΙΙΙ. = ὀρχήσεως σχῆμα (μακτρισμός).