μανιοποιός
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
όν,
A maddening, Polyaen.8.43, Sch.Il.6.132.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰνιοποιός: -όν, ὁ προξενῶν μανίαν, Πολύαιν. 8. 43, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ζ. 132· - ἐντεῦθεν, μανιοποιέω ἐν Vol. Hercul. Ox. 1. σ. 67.