ἀκρατόφρων
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
ονος,
A lacking in self-control, gloss on χαλίφρων, Sch. Od.19.530.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρατόφρων: -ον, ὁ «κεχαλασμένας ἔχων τὰς φρένας», ἐξ ἀκράτου, ἀσύνετος, ἄφρων, «ἔνιοι δὲ χαλίφρονα τὸν ἀκρατόφρονα, χάλις γὰρ ὁ οἶνος ὁ ἀναχαλῶν τὰς φρένας», Σχόλ. εἰς Ὀδυσσ. Τ. 530.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [gen. -ονος]
irreflexivo, que no tiene control Sch.Od.19.530.