ἀκρατόφρων

From LSJ

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.

Τhucydides, 2.40.1
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρᾰτόφρων Medium diacritics: ἀκρατόφρων Low diacritics: ακρατόφρων Capitals: ΑΚΡΑΤΟΦΡΩΝ
Transliteration A: akratóphrōn Transliteration B: akratophrōn Transliteration C: akratofron Beta Code: a)krato/frwn

English (LSJ)

-ονος, lacking in self-control, Glossaria on χαλίφρων, Sch. Od.19.530.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [gen. -ονος]
irreflexivo, que no tiene control Sch.Od.19.530.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρατόφρων: -ον, ὁ «κεχαλασμένας ἔχων τὰς φρένας», ἐξ ἀκράτου, ἀσύνετος, ἄφρων, «ἔνιοι δὲ χαλίφρονα τὸν ἀκρατόφρονα, χάλις γὰρ ὁ οἶνος ὁ ἀναχαλῶν τὰς φρένας», Σχόλ. εἰς Ὀδυσσ. Τ. 530.

Greek Monolingual

ἀκρατόφρων (-ονος), -ον (Μ)
αυτός που δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του, αχαλίνωτος, ασυγκράτητος, ασύνετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατὴς + -φρων < φρήν.

German (Pape)

ον, unsinnig, Schol. Od. 19.530.