ἀναπλημμύρω
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
A make overflow, ἀνεπλήμμῡρε θάλασσαν Q.S.14.635.
German (Pape)
[Seite 202] überfluthen lassen, θάλασσαν Qu. Sm. 14, 634.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπλημμύρω: κάμνω νὰ πλημμυρήσῃ, ἀνεπλήμμῡρε θάλασσαν Κόϊντ. Σμ. 14. 635.
Spanish (DGE)
hacer desbordarse θάλασσαν de Posidón Q.S.14.635.
Greek Monolingual
ἀναπλημμύρω (Α)
κάνω κάτι να πλημμυρίσει.