ἀνάχυμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A expanse, ἀ. αἰθέριον Nicom.Harm.3. II = ἀνάχυσις 11, Str.Chr.7.45.
German (Pape)
[Seite 215] τό, das Ausgegossene, αἰθέριον, das Meer des Aethers, Music.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάχῠμα: -ατος, τό, ἀπέραντος ἔκτασις, τὸ ἀχανές, ἀν. αἰθέριον Νικομ. Μουσ. σ. 6.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 expansión ἀ. αἰθέριον Nicom.Harm.3.
2 estuario Str.Chr.7.45.