ἀξονήλατος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ον,
A whirling on the axle, σύριγγες A.Supp.181.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξονήλᾰτος: -ον, περιστρεφόμενος περὶ ἄξονα, σύριγγες Αἰσχύλ. Ἱκ. 181.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
agité sur sa tige.
Étymologie: ἄξων, ἐλαύνω.
Spanish (DGE)
(ἀξονήλᾰτος) -ον movido por el eje σύριγγες A.Supp.181.