δυσκράτητος
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A hard to control, τὸ δ. τῆς ἐπιβολῆς D.S.3.3; ungovernable, ill-disciplined, J.AJ19.4.1; γηρῶντι ἤδη δ. εἶναι (sc. τὴν ἀρχήν) App.Syr. 61.
German (Pape)
[Seite 683] schwer zu besiegen, D. Sic. 3, 3.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκράτητος: [ᾰ], -ον, δυσκατανίκητος, δυσκατάβλητος, Διόδ. 3. 3.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 difícil de gobernar (τὴν ἀρχήν) γηρῶντι ἤδη δυσκράτητον εἶναι App.Syr.61
•incontrolable, indisciplinado ἀνθρώπων πλῆθος I.AI 19.243
•difícil de tratar de la enfermedad, Archig. en Orib.44.23.4
•neutr. subst. τὸ δ. dificultad de contrarrestar μὴ καταπολεμῆσαι διὰ ... τὸ δ. τῆς ἐπιβολῆς D.S.3.3.
2 inabarcable τῶν ἐγκωμίων ... ὁ λόγος Hymn.Is.21 (Maronea).