ἐκβοήθεια
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ἡ,
A sally, Th.3.18 ; marching out, Arist.Pol.1327a6.
German (Pape)
[Seite 754] ἡ, das Ausrücken, um Beistand zu leisten; der Ausfall Belagerter, Thuc. 3, 18; Arist. polit. 7, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβοήθεια: ἡ, ἔξοδος πρὸς βοήθειαν, ἔξοδος πολιορκουμένων, ἐκβοηθείας τινὸς γενομένης… ἀπέθανον πολλοὶ Θουκ. 3. 18, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 7. 5, 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
sortie pour porter secours.
Étymologie: ἐκβοηθέω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
milit. expedición de socorro Th.3.18, Arist.Pol.1327a6, D.Chr.55.18.