ἐνυπόκειμαι
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
English (LSJ)
A subsist in, ἐ. καὶ τᾷ ὄψι καὶ τῷ ἀέρι τὸ δυνάμι διαφανές Aristombr. ap. Stob.1.52.21, cf. Hierocl.in CA11p.438M.
German (Pape)
[Seite 860] (s. κεῖμαι), darin, dabei zu Grunde liegen, Hierocl. Stob. fl. app. 10, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνυπόκειμαι: ὑπόκειμαι ἔν τινι, Ἀριστόμβρ. παρὰ Στοβ. ἐν τῷ παραρτ. τοῦ τετάρτου τόμου σ. 25 ἔκδ. Gaisf., Ἱεροκλ. σ. 82, Κλήμ. Ἀλ. Στρωμ. 6. 16. σ. 807.
Spanish (DGE)
subyacer, estar en la base o ser el fundamento gener. c. dat. ἐνυπόκειται δὲ καὶ τῇ ὄψει ... τὸ δυνάμει διαφανές Aristombrotus Pyth.Hell.54, τὸ ὑποκείμενον προσλαμβάνεται οἷς ἐνυπόκεινται Sophon.in de An.72.31, cf. Hierocl.in CA 11.4.