ἐξαπεύχομαι
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
strengthd. for ἀπεύχομαι, Tz.H.13.606.
German (Pape)
[Seite 870] durch Bitten abwenden, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαπεύχομαι: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἀπεύχομαι, Τζέτζ. Ἱστορ. 13. 607.
Spanish (DGE)
tratar de alejar, conjurar ἐξαπευχόμενοι ἀφάνισιν παστάδος Tz.H.13.600.