ἐξαμβλώσκω
From LSJ
English (LSJ)
(v.l. ἐξαμβλ-ώττω),
A = ἐξαμβλόω, Dsc.2.164.
German (Pape)
[Seite 867] = ἐξαμβλόω 2), Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαμβλώσκω: ἐξαμβλόω, Διοσκ. 2. 196· ἐξαμβλώττω, αὐτόθι 194.
Spanish (DGE)
medic.
1 abortar ἐγκύμων γυνή Dsc.2.164.1, de aves Gp.14.11.3.
2 provocar el aborto, hacer abortar ποθέντες ... κόκκοι μετ' ὀξυκράτου ἐξαμβλώσκουσι Dsc.2.166.2.