ἐπαναστέλλω
From LSJ
Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand
English (LSJ)
A check, resist, αἱ γενέσεις ἐ. τὰς φθοράς Arist.Mu.397b3 (v. ἀνασηκόω).
German (Pape)
[Seite 901] zurückschlagen u. in die Höhe heben, Clem. Al.; verhindern, τὰς φθοράς Arist. mund. 5, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναστέλλω: σύρω ὀπίσω, ὀλίγον ἐπαναστείλας τοῦ καταπετάσματος, ὡς δείξων τὸν θεὸν Κλήμ. Ἀλ. 253. ΙΙ. αἱ γενέσεις ἐπαναστέλλουσι τὰς φθορὰς, χρησιμεύουσιν ὡς ἀντιστάθμισμα εἰς τὰς φθορὰς, Ἀριστ. π. Κόσμου 5. 13.