ἐριδινής
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
ές
A, (δῖνος) whirling, eddying swiftly, Tryph.231 (v.l. περιδ-).
German (Pape)
[Seite 1028] ές, sehr wirbelnd, Tryph. 231.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριδῑνής: -ές, (δῖνος), ὁ λίαν ταχέως περιδινούμενος, καπνὸν ἐρευγομένη ἐριδινέα Τρυφιόδ. 231.