ἑτερόρροπος
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
English (LSJ)
ον,
A inclined to one side, ἡ κλῖμαξ ἑ. ἐπὶ γῆν ἀφίξεται will come down on one corner, unevenly, Hp.Art.43; ἑ. ἐπάρματα swellings on one side, Id.Epid.1.1; φλεγμοναί ibid.; τὰ ἑ., of crippled limbs, Id.Off.23. 2 inclining to one side or the other, θεῶν ἑ. δῶρα gifts that may prove either good or evil, Rhian.1.2. II Adv. -πως Poll.4.172, Gal.8.430, Aspasia ap.Aët.16.72.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόρροπος: -ον, (ὡσαύτως η, ον, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 939, ἀλλὰ πιθ. ἐσφαλμένως), ῥέπων πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἐπὶ τῆς πλάστιγγος, ἑτ. ἐπὶ γῆν ἀφικέσθαι Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 808· ἑτ. ἐπάρματα, οἰδήματα κατὰ τὸ ἕτερον μέρος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938· ἐπὶ πεπηρωμένων μελῶν, ὁ αὐτ. περὶ Ἰητρεῖον 748· θεῶν ἑτ. δῶρα, δῶρα ἅπερ δυνατὸν νὰ ἀποβῶσι καλὰ ἢ κακά, Ριαν. παρὰ Στοβ. 54. 4. Ἐπίρρ. -πως, Πολυδ. Η΄, 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui incline d’un côté ; qui se produit d’un côté;
2 qui incline d’un côté comme de l’autre.
Étymologie: ἕτερος, ῥέπω.