εὐάνιος
From LSJ
Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (ἀνία)
A taking trouble easily, Hsch. (also glossed by πειθήνιος, i.e. εὐάνιος [ᾱ], Dor. for εὐήνιος).
German (Pape)
[Seite 1056] leicht Schmerz (ἀνία) ertragend, geduldig, Hesych. ἐπὶ μηδενὶ ἀνιώμενος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάνιος: -ον, (ἀνία) ὁ εὐκόλως ἀνιώμενος, ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ὁ μηδενὶ ἀνιώμενος. πρᾷος», μεθ’ ὃ προστίθησι «πειθήνιος» συγχέων οὕτω τὸ εὐᾰνιος πρὸς τὸ εὐᾱνιος (Δωρ. ἀντὶ εὐήνιος).