εὐάρμοστος

From LSJ
Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάρμοστος Medium diacritics: εὐάρμοστος Low diacritics: ευάρμοστος Capitals: ΕΥΑΡΜΟΣΤΟΣ
Transliteration A: euármostos Transliteration B: euarmostos Transliteration C: evarmostos Beta Code: eu)a/rmostos

English (LSJ)

ον, (ἁρμόζω)

   A well-joined, harmonious, κάλαμοι E.El.702 (lyr.); μέλος, ὄνομα, Pl.Lg.655a, Cra.405a.    II of men, well-tempered, Hp.Epid. 2.6.1; accommodating, harmonious, πρὸς ἅπαντα τὴν ἕξιν τῆς ψυχῆς εὐ. ἔχειν Isoc.12.32; εὐ. ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχων Pl.R.413e: Comp. and Sup., Id.Prt.326b, R.412a; τὸ εὐ., = εὐαρμοστία, Ph.1.5. Adv. -τως, ἔχειν πρός τι Isoc.11.12, cf. Ruf. ap. Orib.7.26.135; ἀπηκριβῶσθαι Ph.1.33.

German (Pape)

[Seite 1057] gut gefügt, κάλαμοι Eur. El. 702; schön componirt, Arist. Eth. eudem. 3, 2; wohl passend, sich gut fügend, schickend, ὄνομα, μέλος, σχῆμα, Plat. Crat. 405 a Legg. II, 655 a; ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχειν, sich in Alles schicken, Rep. III, 413 e; πρός τι, Isocr. 12, 32; Pol. 21, 5, 5 u. Sp. – Adv., εὐαρμόστως ἔχειν πρός τι, Isocr. 11, 12.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάρμοστος: -ον, (ἁρμόζω) καλῶς ἡρμοσμένος, ἁρμονικός, κάλαμοι Εὐρ. Ἠλ. 702· μέλος, ὄνομα Πλάτ. Νόμ. 655Α, Κρατ. 405Α. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ καλῶς συμμορφούμενος εἴς τι, ἁρμόδιος, ἐπιτήδειος, πρὸς ἅπαντα Ἰσοκρ. 239C· εὐάρμ. ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχειν Πλάτ. Πολ. 413Ε· - Συγκριτ. καὶ Ὑπερθετ. Πλάτ. Πρωτ. 326Β, Πολ. 412Α· τὸ εὐάρμ. = εὐαρμοστία, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 178D· - Ἐπίρρ., εὐαρμόστως ἔχειν πρός τι Ἰσοκρ. 223Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien ajusté, qui s’accorde bien, harmonieux ; πρός τι, τινι qui se plie ou se prête facilement à qch;
Cp. εὐαρμοστότερος, Sp. εὐαρμοστότατος.
Étymologie: εὖ, ἁρμόττω.