εὐηχής
From LSJ
English (LSJ)
Dor. εὐᾱχης, ές,
A well-sounding, tuneful, ὕμνος Pi.P.2.14; ὑμέναιος Call.Del.296; ὄργανον Plu.2.437d; euphonious, Phld. Po.2.3.
Greek (Liddell-Scott)
εὐηχής: Δωρ. εὐᾱχής, ές, καλῶς ἠχῶν, εὔηχος, Πινδ. Π. 2. 25, Καλλ. εἰς Δῆλ. 296, Πλούτ. 2. 437D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐηχές· εὔφωνον, εὔφημον».