εὐκράδαντος
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
[κρᾰ], ον, (κρᾰδαίνω)
A well-poised, gloss on ῥαδαλός, EM701.53.
German (Pape)
[Seite 1076] wohl geschwungen, E. M.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκράδαντος: -ον, (κρᾰδαίνω) ὁ εὐκόλως κραδαινόμενος, σειόμενος, εὔσειστος, «ῥαδαλὸν δὲ ἀκουστέον τὸ εὐκράδαντον» Ἐτυμ. Μ. 701. 53.