εὔσελμος

From LSJ
Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔσελμος Medium diacritics: εὔσελμος Low diacritics: εύσελμος Capitals: ΕΥΣΕΛΜΟΣ
Transliteration A: eúselmos Transliteration B: euselmos Transliteration C: eyselmos Beta Code: eu)/selmos

English (LSJ)

Ep. ἐΰσσελμος, ον, (σέλμα)

   A well-benched or -decked, Hom. always in Ep. form, νηός, νῆες, Il.2.170, Od.2.390, al., cf. Stes.32, E. Rh.97; cj. in Id.IT1383.

German (Pape)

[Seite 1097] ep. ἐΰσσελμος, wohl mit Ruderbänken versehen, VLL. εὔζυγος; übh. wohlberudert, Hom. oft, stets in der epischen Form u. von Schiffen; von Schiffen auch Stesichor. bei Plat. Phaedr. 243 a; Eur. I. T 1383; Orph.

Greek (Liddell-Scott)

εὔσελμος: Ἐπικ. ἐΰσσελμος, ον, (σέλμα) ἔχων καλὰ σέλματα, ζυγὰ ἢ καθέδρας, καλὰ θρανία διὰ τοὺς κωπηλάτας, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῷ Ἐπικ. τύπ. ὡς ἐπίθετ. τῶν πλοίων, νηὸς ἐϋσσέλμοιο, «εὐκαθέδρου· σέλματα γὰρ αἱ τῶν ἐρεσσόντων καθέδραι» (Σχόλ.) Ἰλ. Β. 170· οὕτω Στησίχ. 29, Εὐρ. Ι. Τ. 1383 (ἐν τῷ κοινῷ τύπῳ). ― Κατ’ ἄλλους τὸ ἐΰσσελμος ναῦς σημαίνει πλοῖον ἔχον καλόν, στερεὸν κατάστρωμα (ἐν τῇ πρῴρᾳ μόνον καὶ τῇ πρύμνῃ), ἴδε Λεξικ. Ὁμηρ. Autenrieth καὶ τὸ τοῦ Πανταζίδου.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
muni d’un bon tillac, de bonnes planches, de bancs solides.
Étymologie: εὖ, σέλμα.