ζευκτήριος
Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein
English (LSJ)
α, ον,
A fit for joining or yoking, γέφυρα γαῖν δυοῖν ζ. A.Pers.736 (troch.); πάτερ . . Μαινάδων ζευκτήριε Id.Fr.382. II as Subst., ζευκτήριον, τό,= ζυγόν, yoke, Id.Ag.529, POxy.934.5 (iii A.D.); ζευκτηρία, ἡ,= ζεύγλη 11, Act.Ap.27.40.
German (Pape)
[Seite 1138] anjochend, verbindend; γέφυρα γαῖν δυοῖν ζευκτηρία Aesch. Pers. 736; τὸ ζ., das Joch, Ag. 529; – ἡ ζευκτηρία, das Band, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ζευκτήριος: -α, -ον, ζευγνύων, συνδέων, γέφυρα γαῖν δυοῖν ζ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 736· πάτερ… Μαινάδων ζευκτήριε ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 350. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ζευκτήριον, τό, = ζυγόν, ὁ ζυγός, ὁ αὐτ. Ἀγ. 529· ζευκτηρία, ἡ, = ζεύγλη ΙΙ, ἴδε ἐν λ. πηδάλιον.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui sert à joindre, à unir, gén..
Étymologie: ζεύγνυμι.