ζοφοδορπίδας
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
α, ὁ,
A supping in the dark or in secret, of Pittacus, Alc. 37 B, cf. Plu.2.726a: ζοφοδορπίας in Theognost.Can.20, Zonar.; ζοφο-δερκίας, Hsch., Suid.
German (Pape)
[Seite 1140] nannte Alcäus den Pittakus, der im Finstern, im Verborgenen zu Abend ißt, D. L. 1, 81; Plut. Symp. 8, 6, 3. Bei Suid. ζοφοδορπίας = ὁ σκοτεινὸς δεῖπνος (was wohl σκοτόδειπνος heißen soll, wie Theognost. Cram. 20 λαθροφάγος erkl.).
Greek (Liddell-Scott)
ζοφοδορπίδας: -ου, ὁ, δειπνῶν ἐν τῷ σκότει ἢ κρυφίως, περὶ τοῦ Πιττακοῦ, Ἀλκαῖ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 81, πρβλ. Πλούτ. 2. 726Α· - δορπίας παρ’ Ἡσυχ., Σουΐδ.