λαθροφάγος
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
English (LSJ)
ον, eating secretly, Hsch. s.v. ζοπαδασπίδας, ζοφοδερκίας.
German (Pape)
[Seite 6] heimlich essend, Suid.
Greek Monolingual
-ο (AM λαθροφάγος, -ον)
αυτός που τρώγει κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔφαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. κρεοφάγος, χορτοφάγος.