ζωστήριος

From LSJ
Revision as of 09:48, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

German (Pape)

[Seite 1145] zum Gürtel gehörig, gürtend, Beiwort des Apollo von Ζωστήρ. S. nom. pr. Ἀθηνᾶ ζωστηρία, Paus. 9, 17, 3, = ζώστειρα.

Greek (Liddell-Scott)

ζωστήριος: -α, -ον, ὁ ἔχων ζωστῆρα (ἐζωσμένος πρὸς μάχην) ἢ ἐκ τοῦ Ζωστῆρος (ἄκρας τῆς Ἀττικῆς μεταξὺ Κωλιάδος καὶ Σουνίου), ζωστήριος Ἀπόλλων Εὐφορίων ἐν τῷ Ε. Μ. 414, 20, Παυσ. 1. 31, 1· ζωστηρία Ἀθηνᾶ ὁ αὐτ. 9. 17, 2· ἢ ζώστειρα Λεξ. Ρητ. 261· πρβλ. Meineke Εὐφορίων. σ. 151, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. ζωστήρ, Α. Β. 261, Ἡσύχ.