θαλαμηγός

From LSJ
Revision as of 11:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλᾰμηγός Medium diacritics: θαλαμηγός Low diacritics: θαλαμηγός Capitals: ΘΑΛΑΜΗΓΟΣ
Transliteration A: thalamēgós Transliteration B: thalamēgos Transliteration C: thalamigos Beta Code: qalamhgo/s

English (LSJ)

όν, (ἄγω)

   A carrying θάλαμοι: as Subst., θ., ὁ, Egyptian house-boat or barge, Str.17.1.15 (also πλοῖον θ. POxy.1650.20 (i/ii A.D.); and θαλαμηγός (sc. ναῦς), ἡ, ib.1738.2 (iii A.D.)); state-barge, Callix.1, D.S.1.85; θαλαμηγόν, τό, App.Prooem.10.

German (Pape)

[Seite 1181] einen θάλαμος führend; bei Ath. V, 204 e κατεσκεύασεν ὁ Φιλοπάτωρ καὶ ποτάμιον πλοῖον τὴν θαλαμηγὸν καλουμένην, wie σκάφαι θαλαμηγοί Strab. XVII, 800, eine Art ägyptischer Schiffe mit Zimmern versehen u. prächtig ausgestattet, eine Art Gondel; vgl. D. Sic. 1, 85; Sueton. Caes. 52.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλᾰμηγός: -όν, (ἄγω) ὁ ἔχων θάλαμον· ὡς οὐσιαστ., θαλ., ὁ, Αἰγυπτ. βασιλικὸν πλοῖον, Λατ. navis cubiculata, σκάφαι θαλαμηγοὶ Στράβων 800· κατεσκεύασεν ὁ Φιλοπάτωρ καὶ ποτάμιον πλοῖον, τὴν θαλαμηγὸν καλουμένην Ἀθήν. 204D, Διόδ. 1· 85· ὡσαύτως θαλαμηγόν, τό, θαλαμηγὰ χρυσόπρυμνα καὶ χρυσέμβολα Ἀππ. προοίμ. 10.