θηρόβρωτος
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
ον,= θηρόβοτος, Str.6.1.12 (
A v.l. θηριοβρ-).
German (Pape)
[Seite 1210] v. l. für θηριόβρωτος, Strab. VI, 263.
Greek (Liddell-Scott)
θηρόβρωτος: -ον, = θηρόβορος, Στράβ. 263, μετὰ διαφ. γραφ. θηριόβρωτος.