ἱππότιγρις
From LSJ
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
English (LSJ)
ιδος, ὁ,
A a large kind of tiger, D.C.77.6; cf. ἵππος v11.
German (Pape)
[Seite 1261] ιδος, ὁ, eine große Tigerart, D. Cass. 77, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππότιγρις: -ιδος, ὁ, εἶδος μεγάλης τίγρεως, Δίων Κ. 77. 6· ἴδε ἵππος VI.