ἰσχνοσκελής
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
English (LSJ)
ές,
A lean-shanked, D.L.5.1, Gal.6.322.
German (Pape)
[Seite 1272] ές, dünnbeinig, D. L. 5, 1 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχνοσκελής: -ές, ἔχων ἰσχνά, λεπτά σκέλη, Διογ. Λ. 5. 1, Γαλην. τ. 6. σ. 327, 3.