καθίδρυμα
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
ατος, τό,
A = ἵδρυμα, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1285] τό, = ἵδρυμα.
Greek (Liddell-Scott)
καθίδρῡμα: τό, = ἵδρυμα, Γλωσσ.
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Full diacritics: καθίδρῡμα | Medium diacritics: καθίδρυμα | Low diacritics: καθίδρυμα | Capitals: ΚΑΘΙΔΡΥΜΑ |
Transliteration A: kathídryma | Transliteration B: kathidryma | Transliteration C: kathidryma | Beta Code: kaqi/druma |
ατος, τό,
A = ἵδρυμα, Gloss.
[Seite 1285] τό, = ἵδρυμα.
καθίδρῡμα: τό, = ἵδρυμα, Γλωσσ.